υποκύω

υποκύω
Α
(επικ. τ.) (συν. το παθ.) ὑποκύομαι
(συν. για γυναίκα αλλά και για θηλυκό ζώο) μένω έγκυος, συλλαμβάνω (α. «ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῑδε», Ομ. Ιλ.
β. «αἱ δ' ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κύω «εγκυμονώ, κυοφορώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”